ἀφάλλομαι

ἀφάλλομαι
ἀφάλλομαι, [tense] aor. inf.
A

ἀφάλασθια Ael.VH6.14

; [dialect] Ep. [tense] aor. part.

ἀπάλμενος Bion Fr.10.15

:—spring off or down from,

πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο A.Pers.305

; ἐπὶ τὴν κεφαλὴν . . ἀφήλατο jumped off on to his head, Ar.Nu.147;

ἀφαλόμενος τοῦ ἵππου Plu.Caes.27

, cf. Ael. l.c.; of a river,

τῆς πέτρας πλεῖον ἢ στάδιον ἀ. τὴν καταφοράν Plb.10.48.5

.
2 jump, bound, of a quick pulse, Ruf.Syn.Puls.7.5.
II rebound, glance off,

ἀπὸ τῶν λείων Arist. de An.420a22

;

πέτρου Nic. Th.906

: abs., AP9.159; to be reflected,

πῦρ ἀπὸ πυρός Plu.2.931b

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφάλλομαι — ἀφάλλομαι (Α) 1. πηδώ, αναπηδώ 2. αντανακλώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο) + άλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՂԱՄ — (ացի, ա՛.) NBH 1 0915 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c չ. παίζω ludo προσπαίζω alludo, illudo κινοῦμαι moveor. Ի խաղս զուարճութեան պարապիլ. պարել. կաքաւել. ... LACKING 17 lines ԽԱՂԱԼ. ἁφάλλομαι, ἑξάλλομαι, ἑνάλλομαι… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”